ξεχνιέμαι

ξεχνιέμαι
ξεχνιέμαι, ξεχάστηκα, ξεχασμένος βλ. πίν. 69

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκχύνω — και εκχέω (AM ἐκχέω) 1. χύνω προς τα έξω, χύνω («τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας») 2. μέσ. εκχύνομαι α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι β) εκρέω, αναβλύζω γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι αρχ. 1. δίνω,… …   Dictionary of Greek

  • καταληρώ — καταληρῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου 2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»] …   Dictionary of Greek

  • λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… …   Dictionary of Greek

  • ξεχνώ — άω και ξεχάνω 1. παύω να θυμάμαι κάτι, λησμονώ κάτι (α. «έχω ξεχάσει το όνομά του» β. «ξέχασα να τού τηλεφωνήσω») 2. γίνομαι αφηρημένος 3. μέσ. ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι χάνω την αίσθηση τού χώρου και τού χρόνου, δεν αντιλαμβάνομαι τί συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… …   Dictionary of Greek

  • αποξεχνώ — και αποξεχάνω ασα, άστηκα, ασμένος, ξεχνώ, λησμονώ κάτι εντελώς: Εσύ μου το χες πει, αλλά εγώ το αποξέχασα· το μέσ. αποξεχνιέμαι και ιούμαι αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι: Αποξεχάστηκα και δεν άκουσα τι μου είπες. Ουσ. αποξεχασμός, ο και αποξέχασμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”